αγκίστρι
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Greek Monolingual
το (Α ἀγκίστριον)
αλιευτικό όργανο
νεοελλ.
1. κάθε εργαλείο σε σχήμα αγκίστρου, γάντζος, αρπάγη
2. φρ. «πιάστηκε στ' αγκίστρι», έπεσε σε παγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ουσ. ἀγκίστριον, υποκορ. του ουσ. ἄγκιστρον.