αγκίστρι

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

το (Α ἀγκίστριον)
αλιευτικό όργανο
νεοελλ.
1. κάθε εργαλείο σε σχήμα αγκίστρου, γάντζος, αρπάγη
2. φρ. «πιάστηκε στ' αγκίστρι», έπεσε σε παγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ουσ. ἀγκίστριον, υποκορ. του ουσ. ἄγκιστρον.