αγράμματος

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγράμματος, -ον)
αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος
νεοελλ.
1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής
2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος
αρχ.
1. άγραφος, άγραπτος
2. (για ήχους) άναρθρος
3. (για ζώα) ο ανίκανος να δημιουργήσει έναρθρο λόγο, να αρθρώσει λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητικό + γράμμα.
ΠΑΡ. αγραμματοσύνη].