έσπερος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
ἕσπερος, -ον, θηλ. και ἑσπέρα (Α)
1. ο εσπερινός, ο βραδινός («ἕσπερος ἀστήρ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που βρίσκεται προς τα δυτικά («ἕσπεροι τόποι», Καλλ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕσπερος
α) (ενν. αστήρ) ο πλανήτης Αφροδίτη
β) η εσπέρα, το βράδυ («μέλας ἐπί ἕσπερος ἧλθε», Ομ. Οδ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἕσπερος
α) (ενν. γη) αυτή που βρίσκεται προς τα δυτικά («ἀφ' ἑσπέρου», Καλλ.)
β) το βράδι, η βραδινή ὥρα («ἐρεμνὴ ἕσπερος», Απολλ. Ρόδ.)
5. φρ. α) «ἕσπερος θεός» — ο θεός του σκότους, ο Άδης ή ο θάνατος
β) (για ηλικία) «τί δ' ἕσπερός ἐστι γυναικῶν» — ποιά είναι η ώριμη ηλικία για τις γυναίκες
γ) «ἑσπέρου κέρας» — ακρωτήριο της Αφρικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσπέρα].