εσθήτα

From LSJ
Revision as of 08:35, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐσθής, Α και δωρ. τ. ἐσθάς)
ένδυμα, ενδυμασία
νεοελλ.
(κυρίως) γυναικείο φόρεμα (φουστάνι)
αρχ.-μσν.
1. (περιλπτ.) τα ενδύματα («ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω»)
2. το ένδυμα του βαπτίσματος
αρχ.
φρ. α) «χρηστηρία ἐσθής» — το ένδυμα της προφήτιδος
β) «μετρία ἐσθής» — απλή, απέριττη ενδυμασία
γ) «τήν ἐσθῆτα μεταβαλεῖν» — φορώ πένθιμα ρούχα
δ) «ἐσθὴς τῆς πόλεως» — το τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εσθής < έννυμι, με άγνωστες όμως τις λεπτομέρειες του σχηματισμού. Πιθ. < Fεστο-τᾱτ- < ρηματ. επίθ. Fεσ-τος και παρουσία του -θ- αναλογικά προς το ουδ. έσθος, έναντι του οποίου ο τ. εσθής είναι συνηθέστερος].