ετερόφυλος

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, -ον)
αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής
μσν.- νεοελλ.
βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος του οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν του θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο ετεροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φυλος (< φύλο), πρβλ. αλλό-φυλος, ομό-φυλος].