ἐρεικτός

From LSJ
Revision as of 09:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεικτός Medium diacritics: ἐρεικτός Low diacritics: ερεικτός Capitals: ΕΡΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: ereiktós Transliteration B: ereiktos Transliteration C: ereiktos Beta Code: e)reikto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A bruised, pounded, πυρός (ὥστε δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι) Paus.Gr.Fr.177 : also ἐρικτά, τά, barley-broth, Hp.Mul.2.118, Hsch., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεικτός: -ή, -όν, συντετριμμένος, κοπανισμένος, Ἑβδ. Λευιτ. Ϛ΄, 21 ἔνθα διάφ. γραφ. ἑλικτά), «ὄσπρια ἐρεικτὰ τὰ σχιστά, ὁποῖον ὁ κύαμος. Παυσανίας δὲ καὶ ἐρεικτὸν πυρὸν λέγει τὸν μὴ ἄλευρον ἀληλεσμένον, ἀλλ’ ὥστε δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι, ὃν ἄνθρωπος κοινὸς εἴποι ἂν ἀδράλεστον» Εὐστ. 941. 23, 1524. 64: ὡσταύτως, ἐρικτά, τά, σῖτος πεφρυγμένος καὶ κεκομμένος, «κοπανιστός», Ἱππ. 642. 13· νέα πεφρυγμένα χῖδρα ἐρικτά, χλωρὰ πεφρυγμένα ἀστάχυα κοπανιστά, Ἑβδ. (Λευιτ. Β΄, 14), πρβλ. Ἡσύχ. Σουΐδ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ἐρεικτός και ἐρικτός, -ή, -όν (Α) ερείκω
1. (για όσπρια) ο χονδραλεσμένος, ο χονδροκοπανισμένος
2. (το ουδ. συνήθ. στον πληθ.) τὸ ἐρ(ει)κτὸν και τὰ ἐρ(ε)ικτά
το χονδραλεσμένο σιτάρι, το πλιγούρι.