αδικοθάνατος
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα
2. (για κατάρα) ο άξιος να πεθάνει άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + θάνατος.
ΠΑΡ. αδικοθανατίζω].