αθλητής
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. -ήτρια)
αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα
(αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειρος
μσν.- νεοελλ.
αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για τους χριστιανούς μάρτυρες).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀθλῶ.
ΠΑΡ. αθλητικός, αθλητισμός].