ἐχετλήεις

From LSJ
Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχετλήεις Medium diacritics: ἐχετλήεις Low diacritics: εχετλήεις Capitals: ΕΧΕΤΛΗΕΙΣ
Transliteration A: echetlḗeis Transliteration B: echetlēeis Transliteration C: echetlieis Beta Code: e)xetlh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A of an ἐχέτλη, γόμφος AP6.41 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1124] γόμφος, ὁ, Nagel am Pflugsterz, dieser selbst, Agath. 30 (VI, 41).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχετλήεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς ἐχέτλην, ἐχετλήεντά τε γόμφον Ἀνθ. Π. 6. 41.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui concerne le manche de charrue.
Étymologie: ἐχέτλη.

Greek Monolingual

ἐχετλήεις, -εσσα, -εν (Α) εχέτλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εχέτλη («ἐχετλήεντά τε γόμφον», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐχετλήεις: -εσσα, -εν, αυτός που ανήκει σε λαβή αρότρου, σε Ανθ.