εύσαρκος
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
-η, -ο (ΑΜ εὔσαρκος, -ον)
νεοελλ.
πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός
μσν.
συμμετρικός στο σώμα
μσν.-αρχ.
αυτός του οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση
αρχ.
(για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σαρκος (< σαρξ), πρβλ. λιπό-σαρκος, παχύ-σαρκος].