ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Full diacritics: ζῡμοειδής | Medium diacritics: ζυμοειδής | Low diacritics: ζυμοειδής | Capitals: ΖΥΜΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: zymoeidḗs | Transliteration B: zymoeidēs | Transliteration C: zymoeidis | Beta Code: zumoeidh/s |
ές, A = ζυμώδης, Sch.Orib.4p.526D.
-ές (Α ζυμοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ζύμη, όμοιος με προζύμι, ζυμώδης («ζυμοειδής μάζα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + -ειδής (< είδος)].