ζαχαριέρα

From LSJ
Revision as of 09:13, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

η
η ζαχαροθήκη, το δοχείο ή η θήκη όπου φυλάγεται η ζάχαρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. αλατ-ιέρα, σουπ-ιέρα)].