ηθμώδης

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

Greek Monolingual

ἠθμώδης, -ες (Α)
ο ηθμοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κυματ-ώδης, ογκ-ώδης)].