θλασπίδιον
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
τό, Ps.-Dsc. 2.156, Dim. of θλάσπις.
German (Pape)
[Seite 1212] τό, dim. zum Folgdn, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θλασπίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θλάσπις, ἴδε Διοσκ. 2. 186.
Greek Monolingual
θλασπίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θλάσπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θλάσπις].