δικασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A giving judgement, Ph.1.133.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκασμός: -οῦ, ὁ, τὸ δικάζειν, κρίνειν, Φίλων 1.133.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
procedimiento judicial Ph.1.133
•juicio δ. λαοῦ Origenes Io.13.13.
Full diacritics: δῐκασμός | Medium diacritics: δικασμός | Low diacritics: δικασμός | Capitals: ΔΙΚΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: dikasmós | Transliteration B: dikasmos | Transliteration C: dikasmos | Beta Code: dikasmo/s |
ὁ,
A giving judgement, Ph.1.133.
δῐκασμός: -οῦ, ὁ, τὸ δικάζειν, κρίνειν, Φίλων 1.133.
-οῦ, ὁ
procedimiento judicial Ph.1.133
•juicio δ. λαοῦ Origenes Io.13.13.
ο (Α δικασμός) δικάζω
νεοελλ.
διαμάχη, λογομαχία
αρχ.
δίκη.