ισόγειος
From LSJ
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το έδαφος
2. το ουδ. ως ουσ. το ισόγειο
όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους, ο ισόγειος όροφος.
επίρρ...
ισογείως και ισόγεια
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, με τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γειος (< γῆ), πρβλ. λευκό-γειος, μελανό-γειος].