καλλιεργία
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ἡ,
A good work, of improvements made by a tenant, Just.Nov.64.1: generally, good cultivation, Sammelb.4481.16 (V A. D.), etc.
Greek Monolingual
καλλιεργία, ἡ (AM) καλλιεργώ
η καλή, η προσεγμένη εργασία
μσν.
ωφέλιμο έργο
αρχ.
η καλλιέργεια της γης.