ιχθυστεφής
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
Greek Monolingual
ἰχθυστεφής, -ές (Α)
ιχθυοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -στεφής (< στέφος, το), πρβλ. ακανθο-στεφής, ροδο-στεφής].