κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
κακοποιΐα, ἡ (Α) κακοποιός
1. κακή πράξη, κακοποίηση, το να κάνει κανείς το κακό
2. πληθ. αἱ κακοποιίαι
βλάβες, αδικίες, ύβρεις («τοσαύτας τὸ πλῆθος κακοποιΐας», Ισοκρ.).