ευθανασία

From LSJ
Revision as of 08:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐθανασία)
1. ανώδυνος, εύκολος θάνατος
2. ένδοξος θάνατος
νεοελλ.
πρόκληση ανώδυνου θανάτου για να επιτευχθεί συντόμευση της αγωνίας από επώδυνη, ανίατη ασθένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθάνατος. Η λ. με τη σύγχρονη σημασία της «ανώδυνη θανάτωση τών πασχόντων από επώδυνες ανίατες ασθένειες» αποτελεί αντιδάνειο στη Νέα Ελληνική (πρβλ. αγγλ. euthanasia)].