καρροπηγός
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
ὁ, coach-builder, Gloss.
Greek Monolingual
καρροπηγός, ὁ (Α)
ο κατασκευαστής κάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + -πηγός (< πήγνυμι «καρφώνω, κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο-πηγός, ναυ-πηγός.