κιτροπαραγωγός

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual


1. (για τόπο) αυτός που παράγει άφθονα κίτρα ή αυτός που προσφέρεται για καλλιέργεια κίτρων
2. το αρσ. ως ουσ. ο κιτροπαραγωγός
ο καλλιεργητής του δέντρου κιτριά.