ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
το
κεφαλόδεμα, αραχνοΰφαντο κάλυμμα του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πάνι (< πανί), πρβλ. στηθο-πάνι, τυφλο-πάνι].