κουλτούρα

From LSJ
Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

η
1. ο πνευματικός πολιτισμός, η πολιτιστική παράδοση, έντεχη ή και λαϊκή, ενός έθνους
2. πνευματική ανάπτυξη, καλλιέργεια, παιδεία, μόρφωση
3. (ειρωνικά) επιδεικτική παρουσίαση γνώσεων και εξεζητημένο ενδιαφέρον για πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα, διανοουμενισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. ιταλ. cultura < λατ. cultura «καλλιέργεια» < λατ. colo «καλλιεργώ, εργάζομαι»].