εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels
-ουν και κρεατόχρωμος, -η, -οαυτός που έχει το χρώμα του κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. κρεατο- (βλ. κρεο) + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ανθρακό-χρους, ροδό-χρους].