κρεοδοσία
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
ἡ,
A = κρεοδαισία, Zonar., v.l. in Plu.Demetr.11:
Greek (Liddell-Scott)
κρεοδοσία: ἡ, = κρεοδαισία, Ζωναρ. 1253, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. Δημητρ. 11· ― κρεοδοτέω, Ζωναρ. 1258· ἐκ τοῦ κρεοδότης, ου, ὁ, = κρεοδαίτης, Σουΐδ., γραφόμενον κρεωδότης, ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4485. Ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.
Greek Monolingual
η (Μ κρεοδοσία) κρεοδότης
διανομή κρέατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεοδοσία -ας, ἡ [κρέας, δίδωμι] verdeling van vlees.