λαχανιάζω

From LSJ
Revision as of 07:21, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source

Greek Monolingual

λαχανιάζω)
ασθμαίνω, αναπνέω με δυσκολία, αγκομαχώ, κοντανασαίνω, ιδίως μετά από τρέξιμο ή ανέβασμα σε ύψωμα ή σε σκάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναχανιάζω < αναχαίνω «έχω το στόμα μου ανοιχτό», με ανομοίωση ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά εξελιγμένο και μορφολογικά μεταπλασμένο τ. του ρ λαχανίζω, που χρησιμοποιήθηκε για άλογα τα οποία τρέχουν και βόσκουν στο χορτάρι].

Translations

pant

Albanian: dihat; Bulgarian: пъхтя, задъхвам се; Catalan: panteixar; Chinese Mandarin: 喘氣, 喘气, 喘息, 氣喘吁吁; Czech: supět, funět, ztěžka/zrychleně dýchat; Dutch: hijgen; Esperanto: anheli; Finnish: huohottaa, läähättää, puuskuttaa; French: haleter; Galician: abarquiñar, acorar, arfar, alasar, ampear; German: hecheln, keuchen, schnaufen; Greek: αγκομαχάω, ασθμαίνω, βαριανασαίνω, λαχανιάζω; Ancient Greek: ἀνασθμαίνω, ἄνω ἔχειν τὸ πνεῦμα, ἀπνοέω, ἀσθμάζω, ἀσθμαίνω, ἀσπαίρω, ἀσπαρίζω, δυσπνοέω, ἐξασθμαίνω, μαιμάω, πνευματιάω, πνευστιάω, πνευστιῶ, πνέω, σπαίρω, φυσιάω; Hungarian: liheg, zihál; Icelandic: mása; Italian: ansare, ansimare, boccheggiare; Japanese: 喘ぐ; Latin: anhelo; Luxembourgish: hechelen; Maori: kahekahe, kuhakuha, whakahotuhotu, huatare, whakaaeaea, taretare, tūngāngā, kihakiha; Old English: sworettan; Ottoman Turkish: صولومق; Persian: رخیدن; Polish: dyszeć; Portuguese: ofegar, arfar, arquejar; Russian: пыхтеть, задыхаться, запыхаться, запыхаться; Scottish Gaelic: plosg; Spanish: jadear, harbar, acezar, resollar, resolgar; Swedish: flämta, flåsa; Tagalog: hingalin; Walloon: panti, haner