Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεμβοστάσιο

From LSJ
Revision as of 14:21, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424

Greek Monolingual

το
μέρος στεγασμένο σε ναύσταθμο για την αγκυροβόληση τών λέμβων, αλλ. λεμβώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -στάσιο (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακο-στάσιο, λεβητο-στάσιο].