κύπασσις

From LSJ
Revision as of 07:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπασσις Medium diacritics: κύπασσις Low diacritics: κύπασσις Capitals: ΚΥΠΑΣΣΙΣ
Transliteration A: kýpassis Transliteration B: kypassis Transliteration C: kypassis Beta Code: ku/passis

English (LSJ)

[ῠ] (

   A -ασίς Hsch.), εως (ιδος Alc.15.6), (ἡ v.l. in Hecat. 284 J.), short frock, reaching to a man's mid-thigh, Alc.l.c. (in form κυπάττιδες), Ion Trag.59, Lys.Fr.58 S.; also worn by women, Ar. Fr.519, AP6.202 (Leon.), cf. 272 (Pers.), 358 (Diotim.); κ. Περσικαί Hecat.l.c.; κ. χερμάδων prob. for κύπας τις χ. in Lyc.333:—Dim. κῠπασσίσκος, ὁ, Hippon.18.

Greek Monolingual

κύπασσις, -εως και κύπαττις, -ιδος και, κατά τον Ησύχ., κυπασίς, -ίδος, ὁ, ἡ (Α)
κοντός ανδρικός, ή και γυναικείος, χιτώνας που έφθανε μέχρι το μέσο του μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως που αναφέρεται στους Λυδούς, Πέρσες κ.ά.].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύπασσις -εως, ὁ cypassis (soort chiton voor mannen en vrouwen).