ἀναπετής
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
ές, (πετάννυμι)
A expanded, wide open, ἀδένες Hp.Gland.9; ὀφθαλμοί Aret.SA1.6. II (πέτομαι), A.Supp.782 (in form ἀμπ-).
German (Pape)
[Seite 201] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπετής: -ές, ἀναπεπταμένος, πολὺ ἀνοικτός, «ὁλάνοικτος», ὀφθαλμοὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· καὶ οὕτως ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 782 ἐν τῷ τύπῳ ἀμπετής.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): tb. ἀμπετής Heliod.Ital.
abierto ἀδένες Hp.Gland.9, ὀφθαλμοί Aret.SA 1.7.4, ὄμμα Heliod.l.c.
Greek Monolingual
(I)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπετάννυμι
ανοιχτός, διάπλατος.———————— (II)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπέτομαι
αυτός που πετά, ο ιπτάμενος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπετής: поэт. ἀμπετής 2 досл. широко раскрытый, перен. рассеявшийся (ὡς κόνις Aesch.).