τρυσίππιον

From LSJ
Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡσίππιον Medium diacritics: τρυσίππιον Low diacritics: τρυσίππιον Capitals: ΤΡΥΣΙΠΠΙΟΝ
Transliteration A: trysíppion Transliteration B: trysippion Transliteration C: trysippion Beta Code: trusi/ppion

English (LSJ)

τό, (τρύω)

   A a mark branded on the jaw of a horse superannuated in the public service, Eup.318, cf. Zen.4.41: the metre of Eup. shows that τρυσίππειον, as written in Ael.Dion.Fr.311, Poll. 7.186, EM771.16, is incorrect.—The horse was τρύσιππος, ὁ, Theognost.Can.24.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡσίππιον: τό, (τρύω) σημεῖον ὅπερ δι’ ἐγκαύματος ἐποίουν ἐπὶ τῆς γνάθου ἵππου μὴ δυναμένου πλέον ἐκ γήρατος νὰ χρησιμεύσῃ εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 17, πρβλ. Meineke εἰς Κράτητα ἐν «Σαμίοις» 2· ὁ στίχος τοῦ Εὐπόλ. δεικνύει ὅτι ἡ γραφὴ τρυσίππειον, ὡς φέρεται ἐν τῷ Ἀποσπ. Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1517. 9, Πολυδ. Ζ΄, 186, Ἐτυμ. Μεγ. 771, 16, εἶναι πλημμελής. ― Ὁ ἵππος ἐκαλεῖτο τρύσιππος, ὁ, «τρύσιππος ὁ γεγηρακώς ἵππος» Θεογνώστου Κανόνες 24. 23.