χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Full diacritics: μαστροπίς | Medium diacritics: μαστροπίς | Low diacritics: μαστροπίς | Capitals: ΜΑΣΤΡΟΠΙΣ |
Transliteration A: mastropís | Transliteration B: mastropis | Transliteration C: mastropis | Beta Code: mastropi/s |
ίδος, ἡ, fem. of sq., Lib.Decl.40.46 (pl.).
μαστροπίς: -ίδος, ἡ, = ἡ μαστροπός, Λιβάν. 4, 599.
μαστροπίς, -ίδος, ἡ (Α)
μαστροπός
η μαστροπός.
ίδος, ἡ, bes. fem. zu μαστροπός, Liban.; vgl. Wolf Anal. 2.41.