Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μορμολύκειο

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

το
(ΑΜ μορμολύκειον και μορμολυκεῖον) μορμολύκη
προσωπίδα, μάσκα που παρίστανε το μυθολογικό τέρας Μορμώ και με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες φόβιζαν τα παιδιά, σκιάχτρο, φόβητρο, μπαμπούλας
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) πολύ άσχημος άνθρωπος
αρχ.
φρ. «μορμολυκεῖον κωμῳδικόν» — κωμική μάσκα.