μιαροτρώκτης

From LSJ
Revision as of 15:12, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

German (Pape)

[Seite 182] ὁ, unreine Speisen essend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μιᾰροτρώκτης: ὁ, ὁ τρώγων μιαράς, ἀκαθάρτους τροφάς, μιαροφάγος, Ἀνωνυμ. π. Ἁγ. Θεοδ. σ. 46 Wernsd.

Greek Monolingual

μιαροτρώκτης, ὁ (Α)
αυτός που τρώει μιαρές, ακάθαρτες τροφές, μιαροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω) πρβλ. ξυλο-τρώκτης, πτερνο-τρώκτης.