μιαροτρώκτης
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
German (Pape)
[Seite 182] ὁ, unreine Speisen essend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μιᾰροτρώκτης: ὁ, ὁ τρώγων μιαράς, ἀκαθάρτους τροφάς, μιαροφάγος, Ἀνωνυμ. π. Ἁγ. Θεοδ. σ. 46 Wernsd.
Greek Monolingual
μιαροτρώκτης, ὁ (Α)
αυτός που τρώει μιαρές, ακάθαρτες τροφές, μιαροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω) πρβλ. ξυλο-τρώκτης, πτερνο-τρώκτης.