ἀκμαστικός
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἀκμαῖος, Hp. Septim.28; ἀ. πυρετός Gal.10.615, of a continuous fever; ἀ. πρόσωσα persons in their prime, Cat.Cod.Astr.2.173. 2 = ἀκμαῖος 1.2, σχήματα Hermog.Id.1.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμαστικός: -ή, -όν, = ἀκμαῖος, ἀκμ. πυρετός, Γαλην. 10, 615, ἐπὶ συνεχοῦς πυρετοῦ, ὁπότε ἡ θερμοκρασία διατηρεῖται ὑψηλὴ διαρκῶς· ἐπίσης ὁμότονος. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Θεοδ. Μετοχ. 59.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que está en su momento culminante ἡλικία Hp.Hebd.28, cf. Gal.12.558, πρόσωπα Cat.Cod.Astr.2.173, πυρετός Gal.10.615
•de pers. que está en la flor de la vida, en lo mejor de la edad subst. οἱ ἀκμαστικοί Steph.in Hp.Progn.188.25.
2 ret. culminante σχήματα Hermog.Id.1.10 (p.273).
Greek Monolingual
ἀκμαστικός, -ή, -ὸν (Α) ἀκμάζω
ο ακμαίος.