άκυρος
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄκυρος, -ον)
αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια
μσν.
φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι
2. (για πράγματα) αναξιόπιστος
3. ο μη σπουδαίος, ανίσχυρος, ασήμαντος
4. φρ. «ἄκυρον ποιῶ ή καθίστημι», ακυρώνω, ανατρέπω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κῦρος.
ΠΑΡ. ἀκυρῶ
μσν.- νεοελλ.
ακυρότης
νεοελλ.
ακυρολεκτώ, ακυρολόγος, ακυροποιώ, ακυροχάρτι].