αλυσιδώνω
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
(Μ ἁλυσιδῶ -όω)
δένω, συνδέω με αλυσίδες
νεοελλ.
1. φράζω με αλυσίδες
2. ενώνω κρίκους μεταξύ τους για να κατασκευάσω αλυσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλυσίδα.
ΠΑΡ. μσν. ἁλυσίδωσις
νεοελλ.
αλυσίδωμα, αλυσιδωμένος].