δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
το (Α ἁμάξιον)1. μικρή άμαξα, αμαξάκι ή απλώς άμαξα2. νεοελλ. αυτοκίνητο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμάξιον, υποκορ. της λ. ἅμαξα.ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξιά.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαξόδρομος].