νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
-η, -ο (Βιολ.)
αυτός που ζεί κατά προτίμηση στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άμμος + φίλος, πρβλ. αγγλ. ammophilous].