αμυλάσες

From LSJ
Revision as of 10:40, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source

Greek Monolingual

οι βιοχ.
κατηγορία ενζύμων (υδρολασών) που μετατρέπουν το άμυλο και το γλυκογόνο (ζωικό άμυλο) στα σάκχαρα μαλτόζη και γλυκόζη κατά τη διαδικασία της πέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμυλο(ν) + κατάλ. -άσες, πληθ. του -άση, πρβλ. αγγλ. amylase(s)].