αμφήρης

From LSJ
Revision as of 10:40, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

(I)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,
2. ασφαλισμένος, ασφαλής
3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ».
ΠΑΡ. ἀμφηρικὸς (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης, ποδήρης κ.ά.)].———————— (II)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει κουπιά και στις δύο πλευρές
2. «ἀμφῆρες δόρυ», ελαφριά βάρκα, με δύο κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἐρέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυήρης, τετρήρης, τριήρης)].