ἀνδραποδωδία
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ,
A servility, Arist.Pol.1336b12, Plu.2.7b.
German (Pape)
[Seite 217] knechtische Gesinnung, Plut. ed. lib. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰποδωδία: ἡ, δουλοπρέπεια, ἀνελευθερία, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 9, Πλούτ. 2. 7B.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
servilité, nature d’esclave.
Étymologie: ἀνδραποδώδης.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
servilismo Arist.Pol.1336b12, Plu.2.7b.
Greek Monolingual
ἀνδραποδωδία, η (Α)
η δουλοπρέπεια, η ανελευθερία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰποδωδία: ἡ рабский образ мыслей, раболепие Arst., Plut.