ἀνελκύω
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
German (Pape)
[Seite 222] giebt die tempp. zum folgd., ἀνελκύσω Plat. com. Poll. 10, 142; ἀνελκύσαντες Her. 7, 59 u. Thuc. 6, 44; νῆες ἀνελκυσμέναι Her. 9, 98; εἰς τὸ φῶς ἀνελκύσαι Ar. Pax 307; ἀνελκύσας Ach. 687.
French (Bailly abrégé)
v. ἀνέλκω.
Spanish (DGE)
I en v. act.
1 levantar δοκούς Th.2.76.
2 halar, sacar a tierra τὰς νέας Hdt.7.59, 9.98, Th.3.89, 6.44, 7.1, X.HG 5.4.66, ναυάγια Th.7.23, χρύσεον ἰχθύν Theoc.21.52
•en gener. halar, arrastrar hacia arriba la imagen de la Paz μοχλοῖς καὶ μηχαναῖσιν εἰς τὸ φῶς ἀνελκύσαι Ar.Pax 307.
3 llevar a juicio κᾄτ' ἀνελκύσας ἐρωτᾷ Ar.Ach.687.
II en v. med. subirse, contraerse hacia arriba ἔστ' ἄν αἱ ὑστέραι ἀνελκυσθέωσι Hp.Mul.2.143.
Greek Monolingual
(Μ ἀνελκύω)
1. τραβώ προς τα επάνω ή προς τα έξω, βγάζω
2. (για πλοίο) ανασύρω, ανυψώνω, ανελκύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανείλκυσα (αόρ. του ανέλκω).
ΠΑΡ. ανέλκυση (-ις), νεοελλ. ανελκυστήρας (-τήρ)].
Russian (Dvoretsky)
ἀνελκύω: = ἀνέλκω.