ανθρώπινος
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνθρώπινος, -η, -ον και -ος, -ον)
1. αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση
2. αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ' αυτόν
αρχ.-μσν.
1. εκείνος που είναι σύμφωνος με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους
«ἀπέθανε (ενν. ο Ιησούς) κατὰ τὰ ἀνθρώπινον ὑπὲρ τοῦ σωθῆναι τὸν κόσμον»
«ἀνθρώπινόν τι παθεῑν (για τον θάνατο, παπυρ.) «ἐάν τι τῶν ἀνθρωπίνων περί τινα γένηται» (Επίκουρος)
2. (ουδ.) τὸ ἀνθρώπινον
η ανθρωπότητα
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε σφάλμα (σε αντίθεση με τον θεϊκό)
2. ο πολιτισμένος (σε αντίθεση με τον θηριώδη)
επίρρ. -νως
1. «ἀνθρωπίνως ἁμαρτάνειν» (Θουκ.)
το να κάνει κανείς σφάλματα σαν άνθρωπος που είναι
2. «ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι» (Δημοσθ., Ανδοκίδης)
το να σκέφτεται κανείς με ανθρωπιά, με κατανόηση των ανθρώπινων, με ευγένεια
3. φρ. «ἀνθρωπίνως χρὴ τὰς τύχας φέρειν» (Μένανδρος)
να αντιμετωπίζει κανείς τις περιστάσεις με ψυχραιμία, με μετριοπάθεια.