ἀντιψηφίζομαι

From LSJ
Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιψηφίζομαι Medium diacritics: ἀντιψηφίζομαι Low diacritics: αντιψηφίζομαι Capitals: ΑΝΤΙΨΗΦΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antipsēphízomai Transliteration B: antipsēphizomai Transliteration C: antipsifizomai Beta Code: a)ntiyhfi/zomai

English (LSJ)

   A vote against, πρός τι Plu.Lys.27; τὸ ἀληθὲς τῷ λόγῳ ἀ. Lib.Or.64.37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιψηφίζομαι: ἀποθ., ψηφοφορῶ ἐναντίον, ῥίπτω ἐναντίαν ψῆφον, πρὸς ταῦτα ἀντεψηφίσαντο Θηβαῖοι Πλουτ. Λύσ. 27.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεψηφισάμην;
rendre un vote ou un décret contraire.
Étymologie: ἀντί, ψηφίζω.

Spanish (DGE)

votar contra πρὸς ταῦτα γὰρ ἀντεψηφίσαντο ... ψηφίσματα Plu.Lys.27, τῷ λόγῳ Lib.Or.64.37.

Greek Monolingual

ἀντιψηφίζομαι (Α)
καταψηφίζω.

Greek Monotonic

ἀντιψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., ψηφίζω ενάντια σε, πρός τι, σε Πλούτ.