αντιδικώ
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(Α ἀντιδικῶ, -έω) αντίδικος
1. είμαι αντίδικος κάποιου σε δίκη
2. διαφωνώ, φιλονικώ με κάποιον
αρχ.
1. ενάγω κάποιον, προσφεύγω στο δικαστήριο
2. οἱ ἀντιδικοῦν
τες
οι αντίδικοι
3. υπερασπίζω τον εαυτό μου σε δίκη
4. έρχομαι σε αντιδικία με κάποιον για κάτι.