ἀνυποδησία

From LSJ
Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυποδησία Medium diacritics: ἀνυποδησία Low diacritics: ανυποδησία Capitals: ΑΝΥΠΟΔΗΣΙΑ
Transliteration A: anypodēsía Transliteration B: anypodēsia Transliteration C: anypodisia Beta Code: a)nupodhsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A a going barefoot, Pl.Lg.633c, X.Lac.2.3.

German (Pape)

[Seite 266] (unatt. ἀνυποδεσία), ἡ, Schuhlosigkeit, Barfußgehen, Plat. Legg. I, 633 c Xen. Lac. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυποδησία: ἡ, τὸ μὴ ἔχειν εἰς τοὺς πόδας ὑποδήματα, τὸ εἶναί τινα ἀνυπόδητον, Πλάτ. Νόμ. 633C, Ξεν. Λακ. 2. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’aller pieds nus.
Étymologie: ἀνυπόδητος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
hecho de ir descalzo χειμώνων ... ἀνυποδησίαι falta de calzado en el invierno Pl.Lg.633c, cf. X.Lac.2.3, M.Ant.5.8, Plu.2.634a, Philostr.Im.1.16.

Greek Monolingual

κ. -δεσία (Α ἀνυποδησία κ. -δεσία)
το να μη φοράει κάποιος υποδήματα, ξυπολυσιά.

Greek Monotonic

ἀνυποδησία: ἡ, βάδισμα χωρίς υποδήματα, σε Πλάτ., Ξεν.