ἀποδαρθάνω

From LSJ
Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδαρθάνω Medium diacritics: ἀποδαρθάνω Low diacritics: αποδαρθάνω Capitals: ΑΠΟΔΑΡΘΑΝΩ
Transliteration A: apodarthánō Transliteration B: apodarthanō Transliteration C: apodarthano Beta Code: a)podarqa/nw

English (LSJ)

aor. -έδαρθον, inf.

   A -δραθεῖν Them.Or.7.91a (but v. infr.):—sleep, μικρόν Plu.Dio 26; ἀποδαρθεῖν τὸν ἀηδόνιον ὕπνου Nicoch.4 D. (cf. ἀηδόνιος).    II wake up, Ael.NA3.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδαρθάνω: μέλλ. -δαρθήσομαι: ἀόρ. -έδαρθον, καὶ ἐν Θεμιστίῳ 91Α -έδραθον: - κοιμῶμαι ὀλίγον, Πλουτ. Δίων 26· «ἀποδαρθάνει· ἀποκοιμᾶται» Ἡσύχιος: ἀποδαρθεῖν ἀηδόνειον ὕπνον, Α. Β. 349, 8, ἴδε ἐν λ. ἀηδόνειος. ΙΙ. ἐξεγείρομαι τοῦ ὕπνου, ἐξυπνῶ, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 ἀποδαρθεῖν;
1 s’endormir;
2 réveiller.
Étymologie: ἀπό, δαρθάνω.

Spanish (DGE)

1 dormir τὸν ἀηδόνιον ὕπνον ... ἀποδαρθόντα (cj.), Nicoch.16, μικρόν Plu.Dio 26, cf. Procop.Goth.4.32.3, Hsch.
2 despertar Ael.NA 3.13.

Greek Monolingual

ἀποδαρθάνω (Α) δαρθάνω
1. αποκοιμιέμαι
2. ξυπνάω.

Greek Monotonic

ἀποδαρθάνω: αόρ. βʹ -έδαρθον, κοιμάμαι λίγο, παίρνω έναν υπνάκο, σε Πλούτ.