άργεμο
From LSJ
το (Α ἄργεμον)
1. άργεμα (Ι)
2. είδος ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. άργεμον, άργεμα και άργεμος συνιστούν ομάδα λέξεων που συνδέονται με το αργός (Ι) και ανάγονται σ' ένα ουδ. άργος (πρβλ. άνθεμον: άνθος)].