ἀρχαΐζω

From LSJ
Revision as of 17:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχᾱΐζω Medium diacritics: ἀρχαΐζω Low diacritics: αρχαΐζω Capitals: ΑΡΧΑΪΖΩ
Transliteration A: archaḯzō Transliteration B: archaizō Transliteration C: archaizo Beta Code: a)rxai/+zw

English (LSJ)

   A to be old-fashioned, copy the ancients in manners, language, etc., D.H.Rh.10.7, Plu.2.558a.

German (Pape)

[Seite 364] sich altväterisch benehmen, die Alten in Sitten u. Sprache nachahmen, Plut. S. N. V. 13. Bei Clem. Alex. I, 21 p. 144 = ins Alterthum versetzen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχᾱΐζω: μέλλ. -ίσω, εἶμαι ἀρχαϊκὸς τοὺς τρόπους, μιμοῦμαι τοὺς ἀρχαίους κατὰ τὰ ἤθη ἢ τὴν γλῶσσαν κτλ., οὔκουν ἀρχαΐζειν ἂν δοκοίη ὁ τὰ ὁλιγάκις εἰρημένα ἀρχαίοις λέγων, ἀλλ’ ὁ τοῖς ἀεὶ λεγομένοις καὶ πανταχοῦ χρώμενος Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 5, Πλούτ. 2. 558Α. ΙΙ. μεταβ. = παριστῶ τινα ὡς ἀρχαῖον, ἀρχαΐζειν τὸν Σάραπιν βουληθεὶς Κλήμ. Ἀλ. Προτρ. 43· ναὶ μὴν καὶ Τέρπανδρον ἀρχαΐζουσί τινες ὁ αὐτ. Στρώμ. 1. σ. 397, 20.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
imiter les anciens, se donner l’air d’un ancien.
Étymologie: ἀρχαῖος.

Spanish (DGE)

1 imitar a los antiguos D.H.Rh.10.7, Plu.2.558a.
2 proceder del principio τοῦ θεοῦ λόγου τὰ λογικὰ πλάσματα ἡμεῖς, δι' ὃν ἀρχαΐζομεν somos imágenes racionales del verbo divino, por el que procedemos del principio Clem.Al.Prot.1.6.4.
3 ser antiguo ὅ γε Ἀθηνόδωρος ... ἀρχαΐζειν τὸν Σάραπιν βουληθείς Clem.Al.Prot.4.48, φασὶ δέ τινες ... μηδὲ ἀρχαΐζειν τὴν Ἑβραίων φωνήν Gr.Nyss.Eun.2.256.

Greek Monolingual

ἀρχαΐζω)
νεοελλ.
μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες
αρχ.
1. μιμούμαι τους αρχαίους
2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος.
ΠΑΡ. αρχαϊσμός
νεοελλ.
αρχαϊστής].

Russian (Dvoretsky)

ἀρχαΐζω: подражать старине (Ἑλληνικῶς ἀ. Plut.).